ἑκαβόλος

ἑκαβόλος
ἑκᾱβόλος
1 far-shooting epith. of Apollo.

Πάριος ἑ[καβόλος βροτη]σίῳ δέμαι θεὸς Pae. 6.79

οὐδ' ἀνέμους ἔ[λ]α[θ]εν οὐδὲ

τὸν εὐρυφαρέτραν ἑκαβόλον Pae. 6.111

λιτανεύω, ἑκαβόλε P. 9.38

ἑκαβόλε fr. 140a. 61 (35).

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἑκαβόλος — ἑκᾱβόλος , ἑκηβόλος attaining his aim masc/fem nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εκηβόλος — ἑκηβόλος, ον και δωρ. τ. ἑκαβόλος, ον (Α) 1. αυτός που βάλλει από μακριά ή με ευστοχία 2. (για βλήμα) αυτό που ρίχνεται μακριά 3. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἑκηβόλος ο επιδέξιος τοξότης 4. φρ. «ἑκηβόλος μάχη» μάχη που διεξάγεται από μακριά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”